πουρέ

πουρέ
το , πουρές ο пюре

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πουρέ" в других словарях:

  • πουρές — ο πληθ. έδες, και πουρέ, το άκλ. (λ. γαλλ.), πολτός από πατάτα ή όσπρια ή σπανάκι: Ψητό με πουρέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …   Dictionary of Greek

  • ετνηρός — ἐτνηρός, ά, όν (Α) [έτνος] αυτός που μοιάζει με έτνος, με χυλό ή πουρέ από βρασμένα όσπρια («ἐτνηρὸν ἕψημα», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • κροκέτα — η σφαιρικό ή κυλινδρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι κ.λπ., πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και βουτηγμένο σε χτυπημένο αβγό πριν από το τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquette < γαλλ. croquet «κριτσανίζω, μασουλώ», λ. που… …   Dictionary of Greek

  • πουρές — ο, και πουρέ, το, Ν είδος πολτού που παρασκευάζεται από πατάτες ή όσπρια ή χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. puree < αρχ. γαλλ. ρ. purer «καθαρίζω, στραγγίζω λαχανικά» < λατ. puro «καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κροκέτα — η (λ. γαλλ.), μικρός βόλος από πουρέ πατάτας ή άλλου υλικού που σκεπάζεται από τριμμένη γαλέτα και αβγό και τηγανίζεται με βούτυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»